Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnecròforo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈkrɔforo] 1 σκαθάρι γένους necrophorus 2 σκευοφύλακας 3 νεκροθάφτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |