Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnecròfilo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [neˈkrɔfilo] νεκρόφιλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |