Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


necrotomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nekrotoˈmia]

1 νεκροψία
2 νεκροτομή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  necrotizzare necton  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

necroscopia (θηλ.ουσ)
necroscopico (επίθ.)
necrosi (θηλ.ουσ)
necrotico (επίθ.)
necrotizzare (ρ. μτβ.)
necrotomia (θηλ.ουσ)
necton (ουσ αρσ )
nefandezza (θηλ.ουσ)
nefando (επίθ.)
nefasto (αρσ. επίθ και ουσ)
nefelometria (θηλ.ουσ)
nefelometro (ουσ αρσ )
nefoscopio (ουσ αρσ )
nefralgia (θηλ.ουσ)
nefrectomia (θηλ.ουσ)
nefrite (θηλ.ουσ)
nefritico (ουσ αρσ )
nefritico (επίθ.)
nefrolito (ουσ αρσ )
nefropatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---