Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nefoscòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nefosˈkɔpjo]

νεφοσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nefelometro nefralgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nefandezza (θηλ.ουσ)
nefando (επίθ.)
nefasto (αρσ. επίθ και ουσ)
nefelometria (θηλ.ουσ)
nefelometro (ουσ αρσ )
nefoscopio (ουσ αρσ )
nefralgia (θηλ.ουσ)
nefrectomia (θηλ.ουσ)
nefrite (θηλ.ουσ)
nefritico (ουσ αρσ )
nefritico (επίθ.)
nefrolito (ουσ αρσ )
nefropatia (θηλ.ουσ)
nefroptosi (θηλ.ουσ)
nefrosi (θηλ.ουσ)
nefrotomia (θηλ.ουσ)
negabile (επίθ.)
negare (ρ. μτβ.)
negativa (θηλ.ουσ)
negativamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---