Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nefròlito, nefrolìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈfrɔlito], [nefroˈlito]

λίθος στο νεφρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nefritico nefropatia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nefralgia (θηλ.ουσ)
nefrectomia (θηλ.ουσ)
nefrite (θηλ.ουσ)
nefritico (ουσ αρσ )
nefritico (επίθ.)
nefrolito (ουσ αρσ )
nefropatia (θηλ.ουσ)
nefroptosi (θηλ.ουσ)
nefrosi (θηλ.ουσ)
nefrotomia (θηλ.ουσ)
negabile (επίθ.)
negare (ρ. μτβ.)
negativa (θηλ.ουσ)
negativamente (επίρ.)
negativismo (ουσ αρσ )
negativista (ουσ αρσ και θηλ.)
negatività (θηλ.ουσ)
negativo (ουσ αρσ )
negativo (επίθ.)
negato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---