Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnefrìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [neˈfrite] 1 νεφρίτης (πολύτιμος λίθος) 2 νεφρίτιδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |