Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nefrìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [neˈfrite]

1 νεφρίτης (πολύτιμος λίθος)
2 νεφρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nefrectomia nefritico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nefelometria (θηλ.ουσ)
nefelometro (ουσ αρσ )
nefoscopio (ουσ αρσ )
nefralgia (θηλ.ουσ)
nefrectomia (θηλ.ουσ)
nefrite (θηλ.ουσ)
nefritico (ουσ αρσ )
nefritico (επίθ.)
nefrolito (ουσ αρσ )
nefropatia (θηλ.ουσ)
nefroptosi (θηλ.ουσ)
nefrosi (θηλ.ουσ)
nefrotomia (θηλ.ουσ)
negabile (επίθ.)
negare (ρ. μτβ.)
negativa (θηλ.ουσ)
negativamente (επίρ.)
negativismo (ουσ αρσ )
negativista (ουσ αρσ και θηλ.)
negatività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---