Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnegàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neˈgato] 1 (rifiutato) αρνημένος (-η, -ο) 2 (che non ha predisposizione) που δεν έχει κλίση σε κάτι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere negato per qualcosa = δεν έχω κλίση σε κάτι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |