ItalianoGreco


negligènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [negliˈʤɛntsa]

1 ακηδία
2 ολιγωρία
3 αμέλεια
4 παραμέληση
5 αδιαφορία
6 παράλειψη
7 αφροντισιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---