Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


negoziàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [negotˈtsjabile]

1 διαπραγματεύσιμος
2 μεταβιβάσιμος
3 εμπορεύσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  negligere negoziabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negligente (επίθ.)
negligentemente (επίρ.)
negligenza (θηλ.ουσ)
negligere (ρ.αμτβ.)
negligere (ρ. μτβ.)
negoziabile (επίθ.)
negoziabilità (θηλ.ουσ)
negoziale (επίθ.)
negoziante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)
negoziato (ουσ αρσ )
negoziatore (ουσ αρσ )
negoziazione (θηλ.ουσ)
negozio (ουσ αρσ )
negra (θηλ.ουσ)
negretto (ουσ αρσ )
negriere (αρσ. επίθ και ουσ)
negriero (ουσ αρσ )
negriero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---