Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnegoziatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [negottsjaˈtore] 1 μεσολαβητής 2 διαπραγματευτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |