Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnegrétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈgretto] 1 μέλος φυλής πυγμαίων 2 νεγράκι 3 αραπάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |