Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


negrétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈgretto]

1 μέλος φυλής πυγμαίων
2 νεγράκι
3 αραπάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  negra negriere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negoziato (ουσ αρσ )
negoziatore (ουσ αρσ )
negoziazione (θηλ.ουσ)
negozio (ουσ αρσ )
negra (θηλ.ουσ)
negretto (ουσ αρσ )
negriere (αρσ. επίθ και ουσ)
negriero (ουσ αρσ )
negriero (επίθ.)
negrità (θηλ.ουσ)
negrito (αρσ. επίθ και ουσ)
negritudine (θηλ.ουσ)
negro (ουσ αρσ )
negro (επίθ.)
negroamericano (επίθ.)
negroide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negromante (ουσ αρσ και θηλ.)
negromantico (επίθ.)
negromanzia (θηλ.ουσ)
neh (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---