Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnegrièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [neˈgrjɛro] 1 δουλέμπορος 2 έμπορος δούλων negrièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [neˈgrjɛro] δουλεμπορικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |