Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnegritùdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [negriˈtudine] 1 το να είναι κανείς νέγρος 2 υπερηφάνεια αφρικανικής καταγωγής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |