ItalianoGreco


negòzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈgɔttsjo]

το εμπορικό, το κατάστημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


negozio [αρσ.] di alimentari = το παντοπωλείο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---