Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


negòzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neˈgɔttsjo]

το εμπορικό, το κατάστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  negoziazione negra  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


negozio [αρσ.] di alimentari = το παντοπωλείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)
negoziato (ουσ αρσ )
negoziatore (ουσ αρσ )
negoziazione (θηλ.ουσ)
negozio (ουσ αρσ )
negra (θηλ.ουσ)
negretto (ουσ αρσ )
negriere (αρσ. επίθ και ουσ)
negriero (ουσ αρσ )
negriero (επίθ.)
negrità (θηλ.ουσ)
negrito (αρσ. επίθ και ουσ)
negritudine (θηλ.ουσ)
negro (ουσ αρσ )
negro (επίθ.)
negroamericano (επίθ.)
negroide (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negromante (ουσ αρσ και θηλ.)
negromantico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---