Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


negoziàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [negotˈtsjare]

1 συναλλάσσομαι
2 πουλώ
3 διακινώ αγαθά
4 εμπορεύομαι
5 ασχολούμαι με το εμπόριο
6 ασκώ εμπόριο
7 εκμεταλλεύομαι
8 αγοράζω ή διακινώ αγαθά

negoziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [negotˈtsjare]

1 εκποιώ
2 εκθέτω για πώληση
3 ξεπουλώ
4 μεταβιβάζω έναντι αντιτίμου
5 πουλάω
6 διαπραγματεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  negoziante negoziato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negligere (ρ. μτβ.)
negoziabile (επίθ.)
negoziabilità (θηλ.ουσ)
negoziale (επίθ.)
negoziante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)
negoziato (ουσ αρσ )
negoziatore (ουσ αρσ )
negoziazione (θηλ.ουσ)
negozio (ουσ αρσ )
negra (θηλ.ουσ)
negretto (ουσ αρσ )
negriere (αρσ. επίθ και ουσ)
negriero (ουσ αρσ )
negriero (επίθ.)
negrità (θηλ.ουσ)
negrito (αρσ. επίθ και ουσ)
negritudine (θηλ.ουσ)
negro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---