Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


negligènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [negliˈʤɛnte]

1 τσαπατσούλης
2 ακατάστατος άνθρωπος

negligènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [negliˈʤɛnte]

αμελής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  negligé negligentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negazione (θηλ.ουσ)
neghittosità (θηλ.ουσ)
neghittoso (επίθ.)
negletto (επίθ.)
negligé (ουσ αρσ )
negligente (ουσ αρσ )
negligente (επίθ.)
negligentemente (επίρ.)
negligenza (θηλ.ουσ)
negligere (ρ.αμτβ.)
negligere (ρ. μτβ.)
negoziabile (επίθ.)
negoziabilità (θηλ.ουσ)
negoziale (επίθ.)
negoziante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)
negoziato (ουσ αρσ )
negoziatore (ουσ αρσ )
negoziazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---