Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neghittóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [negitˈtoso], [negitˈtozo]

1 οκνηρός
2 τεμπέλης
3 οκνός
4 νωχελής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neghittosità negletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negato (επίθ.)
negatore (ουσ αρσ )
negatore (επίθ.)
negazione (θηλ.ουσ)
neghittosità (θηλ.ουσ)
neghittoso (επίθ.)
negletto (επίθ.)
negligé (ουσ αρσ )
negligente (ουσ αρσ )
negligente (επίθ.)
negligentemente (επίρ.)
negligenza (θηλ.ουσ)
negligere (ρ.αμτβ.)
negligere (ρ. μτβ.)
negoziabile (επίθ.)
negoziabilità (θηλ.ουσ)
negoziale (επίθ.)
negoziante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---