Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


neglètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neˈglɛtto]

1 εγκαταλειμμένος
2 αμελής
3 παρατημένος
4 αφημένος
5 ατακτοποίητος
6 ασυγύριστος
7 ακατάστατος
8 ατημέλητος
9 ανοικοκύρευτος
10 απεριποίητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  neghittoso negligé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

negatore (ουσ αρσ )
negatore (επίθ.)
negazione (θηλ.ουσ)
neghittosità (θηλ.ουσ)
neghittoso (επίθ.)
negletto (επίθ.)
negligé (ουσ αρσ )
negligente (ουσ αρσ )
negligente (επίθ.)
negligentemente (επίρ.)
negligenza (θηλ.ουσ)
negligere (ρ.αμτβ.)
negligere (ρ. μτβ.)
negoziabile (επίθ.)
negoziabilità (θηλ.ουσ)
negoziale (επίθ.)
negoziante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
negoziare (ρ.αμτβ.)
negoziare (ρ. μτβ.)
negoziato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---