Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


necrofobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nekrofoˈbia]

νεκροφοβία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  necrofilo necroforo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

necrobiosi (θηλ.ουσ)
necrofagia (θηλ.ουσ)
necrofago (αρσ. επίθ και ουσ)
necrofilia (θηλ.ουσ)
necrofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
necrofobia (θηλ.ουσ)
necroforo (ουσ αρσ )
necrologia (θηλ.ουσ)
necrologico (επίθ.)
necrologio (ουσ αρσ )
necrologista (ουσ αρσ και θηλ.)
necropoli (θηλ.ουσ)
necroscopia (θηλ.ουσ)
necroscopico (επίθ.)
necrosi (θηλ.ουσ)
necrotico (επίθ.)
necrotizzare (ρ. μτβ.)
necrotomia (θηλ.ουσ)
necton (ουσ αρσ )
nefandezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---