Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


naturìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [natuˈrista]

ο φυσιολάτρης, η φυσιολάτρισσα

naturìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [natuˈrista]

φυσιολατρικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  naturismo naufragare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

naturalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
naturalizzazione (θηλ.ουσ)
naturalmente (επίρ.)
naturamortista (ουσ αρσ και θηλ.)
naturismo (ουσ αρσ )
naturista (ουσ αρσ και θηλ.)
naturista (επίθ.)
naufragare (ρ.αμτβ.)
naufragio (ουσ αρσ )
naufrago (ουσ αρσ )
naumachia (θηλ.ουσ)
naupatia (θηλ.ουσ)
nausea (θηλ.ουσ)
nauseabondo (επίθ.)
nauseante (επίθ.)
nauseare (ρ. μτβ.)
nauseato (επίθ.)
nauta (ουσ αρσ )
nautica (θηλ.ουσ)
nautico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---