ItalianoGreco


nàstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnastro]

1 η ταινία
2 (nastrino) η κορδέλα
3 (per registrare) η μαγνητοταινία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nastro [αρσ.] adesivo = η κολλητή ταινία, το σελοτέιπ || nastro [αρσ.] isolante = η μονωτική ταινία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z