Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nascósto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nasˈkosto]

κρυμμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nascostamente nasello  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di nascosto = στα κρυφά, από κρυφά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nascondersi (ρ.μ. (αντων.))
nascondiglio (ουσ αρσ )
nascondimento (ουσ αρσ )
nascondino (ουσ αρσ )
nascostamente (επίρ.)
nascosto (αρσ. επίθ και ουσ)
nasello (ουσ αρσ )
nasetto (ουσ αρσ )
nasiera (θηλ.ουσ)
naso (ουσ αρσ )
nasone (ουσ αρσ )
naspo (ουσ αρσ )
nassa (θηλ.ουσ)
nasso (ουσ αρσ )
nastia (θηλ.ουσ)
nastrare (ρ. μτβ.)
nastriforme (επίθ.)
nastrino (ουσ αρσ )
nastro (ουσ αρσ )
nastroteca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---