ItalianoGreco


nascósto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nasˈkosto]

κρυμμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di nascosto = στα κρυφά, από κρυφά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z