Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leucìsco (ουσ αρσ ) leveràggio (ουσ αρσ )
leucìte (θηλ.ουσ) leviatàno (ουσ αρσ )
leucocìta (ουσ αρσ ) levigàre (ρ. μτβ.)
leucocitàrio (επίθ.) levigatézza (θηλ.ουσ)
leucocitolìsi (θηλ.ουσ) levigàto (επίθ.)
leucocitòsi (θηλ.ουσ) levigatrìce (θηλ.ουσ)
leucòma (ουσ αρσ ) levigatùra (θηλ.ουσ)
leucoplàsto (ουσ αρσ ) levigazióne (θηλ.ουσ)
leucopoièsi (θηλ.ουσ) leviràto (ουσ αρσ )
leucorrèa (θηλ.ουσ) levità (θηλ.ουσ)
lèva (θηλ.ουσ) levitàre (ρ.αμτβ.)
levàbile (επίθ.) levitazióne (θηλ.ουσ)
levacàpsule (ουσ αρσ ) levìtico (αρσ. επίθ και ουσ)
levachiòdi (ουσ αρσ ) levogìro (επίθ.)
levànte (ουσ αρσ ) levrière (ουσ αρσ )
levànte (επίθ.) levrièro (ουσ αρσ )
levantìno (αρσ. επίθ και ουσ) levulòsio (ουσ αρσ )
levàre (ουσ αρσ ) lèzio (ουσ αρσ )
levàre (ρ. μτβ.) lezióne (θηλ.ουσ)
levarsi (ρ.μ. (αντων.)) leziosàggine (θηλ.ουσ)
levàta (θηλ.ουσ) leziosaménte (επίρ.)
levatàccia (θηλ.ουσ) leziosità (θηλ.ουσ)
levàto (επίθ.) lezióso (επίθ.)
levatrìce (θηλ.ουσ) lézzo (ουσ αρσ )
levatùra (θηλ.ουσ) li (οριστ. άρθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: