Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


li  
οριστικό άρθρο

Προσφορά I.P.A.: [ˈli]

1 τους
2 οι

li  
προσωπική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈli]

τους, τις, τα

 
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈli]

εκεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lezzo liana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leziosaggine (θηλ.ουσ)
leziosamente (επίρ.)
leziosità (θηλ.ουσ)
lezioso (επίθ.)
lezzo (ουσ αρσ )
li (οριστ. άρθ.)
li (προσωπ. αντων.)
(επίρ.)
liana (θηλ.ουσ)
liassico (επίθ.)
libagione (θηλ.ουσ)
libanese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
libano (ουσ αρσ )
libare (ρ. μτβ.)
libatorio (επίθ.)
libbra (θηλ.ουσ)
libecciata (θηλ.ουσ)
libeccio (ουσ αρσ )
libellista (ουσ αρσ και θηλ.)
libello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---