Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


libagióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [libaˈʤone]

1 ποσότητα ποτού
2 οινοποσία
3 ποτό οινοπνευματώδες
4 αλκοολούχο ποτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  liassico libanese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

li (οριστ. άρθ.)
li (προσωπ. αντων.)
(επίρ.)
liana (θηλ.ουσ)
liassico (επίθ.)
libagione (θηλ.ουσ)
libanese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
libano (ουσ αρσ )
libare (ρ. μτβ.)
libatorio (επίθ.)
libbra (θηλ.ουσ)
libecciata (θηλ.ουσ)
libeccio (ουσ αρσ )
libellista (ουσ αρσ και θηλ.)
libello (ουσ αρσ )
libellula (θηλ.ουσ)
liberale (ουσ αρσ και θηλ.)
liberale (επίθ.)
liberaleggiante (επίθ.)
liberalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---