Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


levigatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [levigaˈtettsa]

1 λεία τριμμένη επιφάνεια
2 ομαλότητα
3 γυαλάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  levigare levigato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

levatrice (θηλ.ουσ)
levatura (θηλ.ουσ)
leveraggio (ουσ αρσ )
leviatano (ουσ αρσ )
levigare (ρ. μτβ.)
levigatezza (θηλ.ουσ)
levigato (επίθ.)
levigatrice (θηλ.ουσ)
levigatura (θηλ.ουσ)
levigazione (θηλ.ουσ)
levirato (ουσ αρσ )
levità (θηλ.ουσ)
levitare (ρ.αμτβ.)
levitazione (θηλ.ουσ)
levitico (αρσ. επίθ και ουσ)
levogiro (επίθ.)
levriere (ουσ αρσ )
levriero (ουσ αρσ )
levulosio (ουσ αρσ )
lezio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---