Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


levigàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [leviˈgare]

1 βουρτσίζω
2 λουστράρω
3 ξύνω
4 λειαίνω
5 τρίβω μεταλλική επιφάνεια
6 ακονίζω
7 γυαλίζω
8 εξομαλύνω
9 στρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  leviatano levigatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

levato (επίθ.)
levatrice (θηλ.ουσ)
levatura (θηλ.ουσ)
leveraggio (ουσ αρσ )
leviatano (ουσ αρσ )
levigare (ρ. μτβ.)
levigatezza (θηλ.ουσ)
levigato (επίθ.)
levigatrice (θηλ.ουσ)
levigatura (θηλ.ουσ)
levigazione (θηλ.ουσ)
levirato (ουσ αρσ )
levità (θηλ.ουσ)
levitare (ρ.αμτβ.)
levitazione (θηλ.ουσ)
levitico (αρσ. επίθ και ουσ)
levogiro (επίθ.)
levriere (ουσ αρσ )
levriero (ουσ αρσ )
levulosio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---