Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


leviràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leviˈrato]

γάμος χήρας με τον αδελφό του μακαρίτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  levigazione levità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

levigatezza (θηλ.ουσ)
levigato (επίθ.)
levigatrice (θηλ.ουσ)
levigatura (θηλ.ουσ)
levigazione (θηλ.ουσ)
levirato (ουσ αρσ )
levità (θηλ.ουσ)
levitare (ρ.αμτβ.)
levitazione (θηλ.ουσ)
levitico (αρσ. επίθ και ουσ)
levogiro (επίθ.)
levriere (ουσ αρσ )
levriero (ουσ αρσ )
levulosio (ουσ αρσ )
lezio (ουσ αρσ )
lezione (θηλ.ουσ)
leziosaggine (θηλ.ουσ)
leziosamente (επίρ.)
leziosità (θηλ.ουσ)
lezioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---