Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [letˈtsjone]

το μάθημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lezio leziosaggine  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lezioni [θηλ. πλυθ.] private = τα ιδιαίτερα μαθήματα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

levogiro (επίθ.)
levriere (ουσ αρσ )
levriero (ουσ αρσ )
levulosio (ουσ αρσ )
lezio (ουσ αρσ )
lezione (θηλ.ουσ)
leziosaggine (θηλ.ουσ)
leziosamente (επίρ.)
leziosità (θηλ.ουσ)
lezioso (επίθ.)
lezzo (ουσ αρσ )
li (οριστ. άρθ.)
li (προσωπ. αντων.)
(επίρ.)
liana (θηλ.ουσ)
liassico (επίθ.)
libagione (θηλ.ουσ)
libanese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
libano (ουσ αρσ )
libare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---