Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


levatàccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [levaˈtatʧa]

έγερση πολύ πρωί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  levata levato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

levantino (αρσ. επίθ και ουσ)
levare (ουσ αρσ )
levare (ρ. μτβ.)
levarsi (ρ.μ. (αντων.))
levata (θηλ.ουσ)
levataccia (θηλ.ουσ)
levato (επίθ.)
levatrice (θηλ.ουσ)
levatura (θηλ.ουσ)
leveraggio (ουσ αρσ )
leviatano (ουσ αρσ )
levigare (ρ. μτβ.)
levigatezza (θηλ.ουσ)
levigato (επίθ.)
levigatrice (θηλ.ουσ)
levigatura (θηλ.ουσ)
levigazione (θηλ.ουσ)
levirato (ουσ αρσ )
levità (θηλ.ουσ)
levitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---