Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlevàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [leˈvare] 1 ασθενής χρόνος (μουσική) 2 σήκωμα 3 ανατολή levàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [leˈvare] 1 (togliere) σηκώνω 2 (estrarre) βγάζω levarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [leˈvarsi] (togliersi) γδύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |