Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


levànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [leˈvante]

1 ανατολή
2 ανατολικός άνεμος
3 λεβάντες

levànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [leˈvante]

1 ανατέλλων
2 ανερχόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  levachiodi levantino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

leucorrea (θηλ.ουσ)
leva (θηλ.ουσ)
levabile (επίθ.)
levacapsule (ουσ αρσ )
levachiodi (ουσ αρσ )
levante (ουσ αρσ )
levante (επίθ.)
levantino (αρσ. επίθ και ουσ)
levare (ουσ αρσ )
levare (ρ. μτβ.)
levarsi (ρ.μ. (αντων.))
levata (θηλ.ουσ)
levataccia (θηλ.ουσ)
levato (επίθ.)
levatrice (θηλ.ουσ)
levatura (θηλ.ουσ)
leveraggio (ουσ αρσ )
leviatano (ουσ αρσ )
levigare (ρ. μτβ.)
levigatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---