Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

labiovelàre (θηλ. επίθ και ουσ) laccolìte (θηλ.ουσ)
labirìntico (αρσ. επίθ και ουσ) lacedèmone (ουσ αρσ και θηλ.)
labirintìte (θηλ.ουσ) lacedèmone (επίθ.)
labirìnto (ουσ αρσ ) laceràbile (επίθ.)
laboratòrio (ουσ αρσ ) laceraménto (ουσ αρσ )
laboratorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) lacerànte (επίθ.)
laboriosaménte (επίρ.) laceràre (ρ. μτβ.)
laboriosità (θηλ.ουσ) lacerarsi (ρ.μ. (αντων.))
laborióso (επίθ.) lacerazióne (θηλ.ουσ)
labradorìte (θηλ.ουσ) làcero (επίθ.)
làbro (ουσ αρσ ) làcero–contùso (επίθ.)
laburìsta (ουσ αρσ και θηλ.) lacertifórme (επίθ.)
laburìsta (επίθ.) lacèrto (ουσ αρσ )
laburìstico (επίθ.) lachési (θηλ.ουσ)
labùrno (ουσ αρσ ) laciniàto (επίθ.)
làcca (θηλ.ουσ) laconicaménte (επίρ.)
laccamùffa (θηλ.ουσ) laconicità (θηλ.ουσ)
laccàre (ρ. μτβ.) lacònico (αρσ. επίθ και ουσ)
laccàto (επίθ.) laconìsmo (ουσ αρσ )
laccatóre (ουσ αρσ ) làcrima (θηλ.ουσ)
laccatùra (θηλ.ουσ) lacrimàbile (επίθ.)
lacchè (ουσ αρσ ) lacrimàle (επίθ.)
làccia (θηλ.ουσ) lacrimàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
làccio (ουσ αρσ ) lacrimatóio (ουσ αρσ )
lacciòlo (ουσ αρσ ) lacrimazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: