Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlacciòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [latˈʧɔlo] 1 μικρή θηλιά 2 μικρός βρόχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |