Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaceràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈrare] 1 κατακουρελιάζω 2 καταξεσχίζω 3 σχίζω 4 ξεσχίζω 5 σκίζω 6 ξεσκίζω 7 σπαράζω lacerarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [laʧeˈrarsi] 1 σκίζομαι 2 διαχωρίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |