Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacònico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [laˈkɔniko]

1 λακωνικός
2 σύντομος
3 σύντομος και σαφής
4 περιεκτικός
5 συνοπτικός
6 ουσιώδης
7 λιτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laconicità laconismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacerto (ουσ αρσ )
lachesi (θηλ.ουσ)
laciniato (επίθ.)
laconicamente (επίρ.)
laconicità (θηλ.ουσ)
laconico (αρσ. επίθ και ουσ)
laconismo (ουσ αρσ )
lacrima (θηλ.ουσ)
lacrimabile (επίθ.)
lacrimale (επίθ.)
lacrimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
lacrimatoio (ουσ αρσ )
lacrimazione (θηλ.ουσ)
lacrimevole (επίθ.)
lacrimogeno (ουσ αρσ )
lacrimogeno (επίθ.)
lacrimoso (επίθ.)
lacuale (επίθ.)
lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---