Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlacònico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [laˈkɔniko] 1 λακωνικός 2 σύντομος 3 σύντομος και σαφής 4 περιεκτικός 5 συνοπτικός 6 ουσιώδης 7 λιτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |