Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lacunàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lakuˈnare]

οροφή με πεσμένα κομμάτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacuna lacunosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacrimogeno (ουσ αρσ )
lacrimogeno (επίθ.)
lacrimoso (επίθ.)
lacuale (επίθ.)
lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )
lacunosità (θηλ.ουσ)
lacunoso (επίθ.)
lacustre (επίθ.)
laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)
ladresco (επίθ.)
ladro (ουσ αρσ )
ladrocinio (ουσ αρσ )
ladroncello (ουσ αρσ )
ladrone (ουσ αρσ )
ladroneria (θηλ.ουσ)
ladronesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---