Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làdro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈladro]

ο κλέφτης, η κλέφτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ladresco ladrocinio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)
ladresco (επίθ.)
ladro (ουσ αρσ )
ladrocinio (ουσ αρσ )
ladroncello (ουσ αρσ )
ladrone (ουσ αρσ )
ladroneria (θηλ.ουσ)
ladronesco (επίθ.)
ladruncolo (ουσ αρσ )
Laerte (κύρ.όν. αρσ.)
lager (ουσ αρσ )
laggiù (επίρ.)
laghetto (ουσ αρσ )
lagna (θηλ.ουσ)
lagnanza (θηλ.ουσ)
lagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lagno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---