Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόladrocìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ladroˈʧinjo] 1 κλεψιά 2 κλοπή 3 διάρρηξη 4 λοβιτούρα 5 αρπαγή 6 κάτι κλεμμένο 7 πειρατεία 8 σούφρωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |