Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


làgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlaɲɲo]

1 στοναχή
2 στεναξιά
3 βόγκος
4 στέναγμα
5 γόος
6 βογκητό
7 αναστεναγμός
8 στεναγμός
9 οιμωγή
10 γογγυσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lagnarsi lagnoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laggiù (επίρ.)
laghetto (ουσ αρσ )
lagna (θηλ.ουσ)
lagnanza (θηλ.ουσ)
lagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lagno (ουσ αρσ )
lagnoso (επίθ.)
lago (ουσ αρσ )
laguna (θηλ.ουσ)
lagunare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lai (ουσ αρσ πληθ.)
laica (θηλ.ουσ)
laicale (επίθ.)
laicato (ουσ αρσ )
laicismo (ουσ αρσ )
laicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
laicistico (επίθ.)
laicità (θηλ.ουσ)
laicizzare (ρ. μτβ.)
laicizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---