Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaicìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lajˈʧizmo] 1 αντικληρικισμός 2 υλισμός 3 αντικληρικαλισμός 4 λαὶκισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |