Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlaicìsta
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [lajˈʧista] 1 υποστηρικτής του λαὶκισμού 2 υποστηρικτής του αντικληρικαλισμού 3 αντικληρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |