Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laicizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lajʧiddzatˈtsjone]

1 κοσμικοποίηση
2 περιορισμός του ρόλου της εκκλησίας
3 λαὶκός έλεγχος (της εκκλησίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laicizzare laico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

laicismo (ουσ αρσ )
laicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
laicistico (επίθ.)
laicità (θηλ.ουσ)
laicizzare (ρ. μτβ.)
laicizzazione (θηλ.ουσ)
laico (ουσ αρσ )
laico (επίθ.)
laidezza (θηλ.ουσ)
laido (επίθ.)
laidume (ουσ αρσ )
lallazione (θηλ.ουσ)
lalofobia (θηλ.ουσ)
lalopatia (θηλ.ουσ)
lama (ουσ αρσ )
lama (θηλ.ουσ)
lamaismo (ουσ αρσ )
lamantino (ουσ αρσ )
lambda (ουσ αρσ και θηλ.)
lambdacismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---