Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lagunàre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [laguˈnare]

1 τεναγώδης
2 όμοιος με λιμνοθάλασσα
3 τελματώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  laguna lai  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lagnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
lagno (ουσ αρσ )
lagnoso (επίθ.)
lago (ουσ αρσ )
laguna (θηλ.ουσ)
lagunare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lai (ουσ αρσ πληθ.)
laica (θηλ.ουσ)
laicale (επίθ.)
laicato (ουσ αρσ )
laicismo (ουσ αρσ )
laicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
laicistico (επίθ.)
laicità (θηλ.ουσ)
laicizzare (ρ. μτβ.)
laicizzazione (θηλ.ουσ)
laico (ουσ αρσ )
laico (επίθ.)
laidezza (θηλ.ουσ)
laido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---