Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόladronerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ladroneˈria] 1 κλοπή 2 ληστοπραξία 3 ληστεία 4 αφαίρεση ξένων πραγμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |