Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


laddóve  
σύνδεσμος

Προσφορά I.P.A.: [ladˈdove]

1 καίτοι
2 ενόσω
3 ενώ

laddóve  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ladˈdove]

1 κάπου όπου
2 κατά που
3 προς τα πού
4 εκεί όπου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lacustre ladra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lacuna (θηλ.ουσ)
lacunare (ουσ αρσ )
lacunosità (θηλ.ουσ)
lacunoso (επίθ.)
lacustre (επίθ.)
laddove (σύνδ.)
laddove (επίρ.)
ladra (θηλ.ουσ)
ladreria (θηλ.ουσ)
ladresco (επίθ.)
ladro (ουσ αρσ )
ladrocinio (ουσ αρσ )
ladroncello (ουσ αρσ )
ladrone (ουσ αρσ )
ladroneria (θηλ.ουσ)
ladronesco (επίθ.)
ladruncolo (ουσ αρσ )
Laerte (κύρ.όν. αρσ.)
lager (ουσ αρσ )
laggiù (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---