ItalianoGreco


lacrimògeno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lakriˈmɔʤeno]

δακρυγόνο

lacrimògeno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lakriˈmɔʤeno]

δακρυγόνος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gas [αρσ. άκλ.] lacrimogeno = το δακρυγόνο αέριο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---