Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlacrimazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lakrimatˈtsjone] 1 πάθηση ματιών στην οποία έχουμε έκκριση δακρύων 2 έκκριση δακρύων 3 δακρύρροια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |