Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlàcrima
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlakrima] το δάκρυ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscoppiare in lacrime = ξεσπώ σε κλάματα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |