Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlacrimévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lakriˈmevole] 1 αξιολύπητος 2 αξιοθρήνητος 3 δυστυχής 4 δακρυσμένος 5 κλαμένος 6 αξιοδάκρυτος 7 λυπηρός 8 θλιβερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |